υπεκμισθωτής

υπεκμισθωτής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπεκμισθωτής" в других словарях:

  • υπεκμισθωτής — ο, θηλ. υπεκμισθώτρια, Ν υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεκμισθώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπεκμισθωταί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπεκμισθωτής — ο θηλ. ώτρια ο υπενοικιαστής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • υπομισθωτής — ο / ὑπομισθωτής, ΝΑ, θηλ. υπομισθώτρια Ν υπεκμισθωτής, υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μισθωτής (< μισθῶ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»